- φραγ
- φραγ- s. φράσσω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
φραγγελώνω — φραγ(γ)ελ(λ)ῶ, όω, ΝΜΑ [φραγέλλιον / φραγγέλιο(ν)] δέρνω με το φραγγέλιο, μαστιγώνω («τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ», ΚΔ) … Dictionary of Greek
φράγδην — Α επίρρ. με θωράκιση, με πανοπλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράγ μα, φραγ μός) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. τροχά δην)] … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
φραγή — η, Ν φράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ τού φράζω* (II) (πρβλ. φράγ μα, φραγ μός) + κατάλ. ή (πρβλ. αλλάζω: αλλαγή, σφάζω: σφαγή)] … Dictionary of Greek
φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… … Dictionary of Greek
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek
φραγμών — ῶνος, ὁ, Α φράχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράγ μα) + επίθημα μων (πρβλ. κηδε μών)] … Dictionary of Greek
τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων … Dictionary of Greek
χασμός — ὁ, Μ χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω + κατάλ. μός (πρβλ. φραγ μός)] … Dictionary of Greek
phragmophorous — phragˈmophorous, a. Zool. [ult. f. Gr. ϕραγµο (see prec.) + ϕόρος bearing + ous.] Having a phragmocone; belonging to the Phragmophora, a section of decacerous cephalopods, having a phragmocone. in Cent. Dict … Useful english dictionary